- σκατο-
- πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων, όπως σκατόπαιδο, σκατόγερος, σκατοδουλειά κτλ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκατο- — α συνθετικό λέξεων τής Νέας Ελληνικής, που ανάγεται στη λ. σκατό και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό αναφέρεται στα περιττώματα, στα κόπρανα (πρβλ. σκατο λογία, σκατό μυγα, σκατο φαγία). Η μορφή χρησιμοποιείται συνήθως με… … Dictionary of Greek
σκατό — το, Ν 1. ανθρώπινο ή ζωικό περίττωμα, κόπρανο 2. μτφ. παιδί άπραγο, άμαθο («μια σταλιά σκατό και σού κάνει τον έξυπνο») 3. στον πληθ. «σκατά» χυδαία αναφώνηση αγανάκτησης ή οργίλης άρνησης 4. φρ. «σκατά κι απόσκατα» λέγεται για πράγματα που είναι … Dictionary of Greek
σκατό — το κόπρανο ανθρώπων ή ζώων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκατούλα — η, Ν [σκατό] 1. μεγάλο σκατό 2. μτφ. (για γυναίκα) α) κακοήθης β) μικρό κορίτσι … Dictionary of Greek
Scatology — For the Coil album, see Scatology (album). In medicine and biology, scatology or coprology is the study of feces. Scatological studies allow one to determine a wide range of biological information about a creature, including its diet (and thus… … Wikipedia
Escatología (fisiología) — Saltar a navegación, búsqueda Escatología es la parte de la fisiología dedicada al estudio de los excrementos y los desechos corporales tales como la materia fecal, la orina, la menstruación, entre otros. El término escatología viene del griego… … Wikipedia Español
σκατάς — ο, Ν μτφ. (υβριστικώς) παλιάνθρωπος, λέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. άς (πρβλ. κερατ άς)] … Dictionary of Greek
σκατένιος — ια, ιο, Ν 1. αυτός που έχει γίνει από σκατά, που αποτελείται από περιττώματα 2. μτφ. αυτός που δεν έχει καμιά αξία, που είναι ανάξιος λόγου, ελεεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ένιος (πρβλ. μαρμαρ ένιος, σιδερ ένιος)] … Dictionary of Greek
σκατής — ιά, ί, Ν αυτός που έχει το χρώμα τών κοπράνων. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ής (πρβλ. θαλασσ ής, σταχτ ής)] … Dictionary of Greek
σκατίλα — η, Ν δυσοσμία από κόπρανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκατό + κατάλ. ίλα (πρβλ. ξιν ίλα, ψαρ ίλα)] … Dictionary of Greek